- αμβροτόπωλος
- ἀμβροτόπωλος, -ον (Α)(ως επίθετο τής θεάς Αθηνάς) αυτός που έχει αμβρόσια, δηλαδή αθάνατα, θεϊκά άλογα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ἄμβροτος + πῶλος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀμβροτοπώλου — ἀμβροτόπωλος with immortal steeds masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άμβροτος — ἄμβροτος, ον και ος, η, ον (Α) 1. (για πρόσωπα) θείος, αθάνατος 2. (για πράγματα που ανήκουν στους θεούς) θεϊκός 3. εξαίσιος, εξαίρετος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αρχαίος τ. επιθέτου, γνωστός ήδη από τον Όμηρο, που απαντά κυρίως ως προσδιορισμός τού ουσ. θεός.… … Dictionary of Greek